- χοροήθης
- -όηθες, Α(ποιητ. τ.) ο εθισμένος στον χορό.[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + -ήθης (< ἦθος), πρβλ. χειρο-ήθης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χοροήθεσι — χοροήθης accustomed to the choral dance masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… … Dictionary of Greek